- διεκθερμαντήρας
- ο1. διπλός βραστήρας2. δοχείο που περιέχει ζεστό νερό και μέσα σ' αυτό τοποθετείται άλλο μικρότερο δοχείο όπου ζεσταίνεται κάποιο υλικό (διεθνής όρος μπαιν-μαρί).[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκθερμαίνω. Η λ. διεκθερμαντήρ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.